πνεύσῃ

πνεύσῃ
πνέω
blow
aor subj mid 2nd sg
πνέω
blow
aor subj act 3rd sg
πνέω
blow
fut ind mid 2nd sg
πνεύσηι , πνεῦσις
blowing
fem dat sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πνεύση — η / πνεύσις, εως, ΝΜΑ [πνέω] φύσημα, πνοή αρχ. η αναπνοή …   Dictionary of Greek

  • επίπνευσις — ἐπίπνευσις, ή [επιπνέω] 1. πνεύση, πνοή, φύσημα 2. ιατρ. ταραγμένη, ανώμαλη αναπνοή 3. έμπνευση, επίπνοια («ὅ τε ἐνθουσιασμὸς ἐπίπνευσίν τινα θείαν ἔχειν δοκεῑ», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • Σιένκιεβιτς, Χένρυκ — (Sienkiewicz). Πολωνός συγγραφέας (Βόλα Οκρτσεισκα, Μασοβία 1846 Βεβέ, Ελβετία 1916). Από οικογένεια που συγγένευε με την αριστοκρατία των γαιοκτημόνων, συνδεμένη με τις παλιές παραδόσεις της χώρας, και φανατικά συντηρητική, σπούδασε στη Βαρσοβία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”